ἐνανθρωπήσας

ἐνανθρωπήσας
ἐνανθρωπήσᾱς , ἐνανθρωπέω
put on man's nature
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • въчеловѣчитисѧ — ВЪЧЕЛОВѢЧ|ИТИСѦ (28), ОУСѦ, ИТЬСѦ гл. Стать человеком, принять его природу (о боге, о Христе): Вѣрѹѥмъ… въ ѥдиного г҃а іс҃ х҃а… насъ ради чл҃вкъ и за наше сп҃сениѥ. съшьдъшааго и въплъщьшаагосѩ и въчл҃вчьшаагосѩ. и пострадавъшааго… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Единородный Сыне — «Единородный Сыне»  неизменяемый гимн, входящий в состав второго антифона литургий Иоанна Златоуста и Василия Великого ( …   Википедия

  • βάπτιση — Το μυστήριο με το οποίο γίνεται ο άνθρωπος χριστιανός και εισέρχεται στη χριστιανική ζωή. Στην Καινή Διαθήκη, ο Χριστός, ο ενανθρωπήσας υιός του Θεού, αναφέρεται πολλές φορές στη β. ως πνευματική «αναγέννηση εξ ύδατος και Πνεύματος Αγίου» και… …   Dictionary of Greek

  • Ιησούς Χριστός — Γιος του Θεού, που στάλθηκε στη Γη για να λυτρώσει τους ανθρώπους από το προπατορικό αμάρτημα και να τους δείξει τον δρόμο των ουρανών. Η πρώτη λέξη του ονόματος είναι εβραϊκή και σημαίνει «Ο Γιαχβέ είναι η σωτηρία»· η δεύτερη, ελληνική, σημαίνει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”